καββαλικός — καββαλικός, ή, όν (Α) (λακων. τ.) 1. καταβλητικός* 2. (για παλαιστή) ικανός, άξιος να καταβάλει τον αντίπαλό του 3. (το συγκρ.) μτφ. καββαλικώτερος προθυμότερος να υποσκελίσει τον πλησίον του 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ καββαλικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Καρμανιόλα, Φραντσέσκο Μπουσόνε ντα- — (Francesco Bussone da Carmagnola, Καρμανιόλα 1380 – Βενετία 1432). Ιταλός στρατιωτικός. Βρισκόταν στην υπηρεσία του δούκα του Μιλάνου, Φιλίπο Μαρία Βισκόντι, ο οποίος τον όρισε κοντοτιέρο, δηλαδή αρχηγό των μισθοφορικών στρατευμάτων του. Αφού… … Dictionary of Greek
Λεονκαβάλο, Ρουτζέρο — (Ruggero Leoncavallo, Νάπολη 1858 – Μοντεκατίνι 1919). Ιταλός μουσικοσυνθέτης. Άρχισε σπουδές σύνθεσης σε ηλικία 8 ετών, έλαβε δίπλωμα το 1874 και κατόπιν πτυχίο φιλολογίας. Αναδείχτηκε αρχικά ως πιανίστας, αλλά έζησε φτωχικά στο Παρίσι και στο… … Dictionary of Greek
Ρίτσι, Μάρκος — (Ricci, 1676 – 1729). Ιταλός ζωγράφος. Μαθητής του θείου του Σεβαστιανού Ρίτσι, που θεωρείται αξιόλογος επίσης ζωγράφος, ο M.Ρ. κατόρθωσε να τον υποσκελίσει σε φήμη, κυρίως με τους πίνακές του που εικονίζουν σκηνές μαχών. Ο Ρ. ειδικεύτηκε, στην… … Dictionary of Greek